λευκογραφώ

λευκογραφώ
λευκογραφῶ, -έω (Α)
ζωγραφίζω ή ιχνογραφώ με λευκό χρώμα σε σκούρο φόντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -γραφῶ < -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκογραφία — η (Α λευκογραφία) [λευκογραφώ] η ζωγραφική με λευκό χρώμα, ιχνογραφία με λευκά περιγράμματα τών μορφών σε σκούρο φόντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”